-
1 Σιλωάμ
Σιλωάμ ηСилоам – Силоамский источник на юго-восточной стороне Иерусалима;ΦΡ.κολυμβήθρα τού Σιλωάμ — Силоамская купель, находившаяся при Силоамском источнике. Упоминается несколько раз в Священном Писании у евангелистов Иоанна и ЛукиЭтим.< евр. siloah «водный источник» -
2 κολυμβήθρα
κολυμβήθρα κ. κολυμπήθρα ηкупель – специальная большая чаша, предназначенная для крещения детей и взрослых;ΦΡ.κολυμβήθρα τού Σιλωάμ — Силоамская купель (упоминается несколько раз в Священном Писании у евангелистов Иоанна и Луки)Этим.< дргр. κολυμβώ «нырять, погружаться»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > κολυμβήθρα
-
3 κολυμβηθρα
-
4 κολυμπήθρα
κολυμβήθρα κ. κολυμπήθρα ηкупель – специальная большая чаша, предназначенная для крещения детей и взрослых;ΦΡ.κολυμβήθρα τού Σιλωάμ — Силоамская купель (упоминается несколько раз в Священном Писании у евангелистов Иоанна и Луки)Этим.< дргр. κολυμβώ «нырять, погружаться»Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > κολυμπήθρα
См. также в других словарях:
σιλωάμ — Πηγή νερού, που αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη. Ο όρος αποτελεί ελληνική απόδοση της εβραϊκής λέξης Σιλεάχ, η οποία σημαίνει αποσταλμένος. Η πηγή αυτή, επειδή ήταν η μοναδική κοντά στην Ιερουσαλήμ, ήταν γνωστή και απλά ως Πηγή. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
κολυμβήθρα — Ανοιχτή δεξαμενή νερού, που κατά την αρχαιότητα χρησίμευε για λουτρό (κ. του Σιλωάμ) ή για κολύμβηση (κ. των αρχαίων ελληνικών γυμναστηρίων για την εκγύμναση των αθλητών)· ήταν κάτι ανάλογο με τη σημερινή πισίνα. Στην Εκκλησία, κ. ονομάζεται το… … Dictionary of Greek
αδελφότητα — Οργάνωση που αναπτύσσει επαγγελματική, φιλανθρωπική, κοινωνική ή θρησκευτική δράση. Α. ήταν και ενώσεις πιστών στη μεσαιωνική Ευρώπη, συνήθως υπό την προστασία ενός αγίου. Τα όρια μεταξύ συντεχνίας και α. είναι ασαφή, επειδή στην α. μετέχουν μέλη … Dictionary of Greek
Άγιοι Τόποι — Η περιοχή της Παλαιστίνης που συνδέεται με τον βίο του Ιησού Χριστού, από τη γέννηση έως την Ανάληψή του: τα Ιεροσόλυμα, η Βηθλεέμ, το Όρος των Ελαιών, η Βηθανία, η Ναζαρέτ, το όρος Θαβώρ, η Κανά, ο ποταμός Ιορδάνης, η Σαμάρεια κλπ. Όταν σήμερα… … Dictionary of Greek
Ααΐν Μαριάμ — Κρήνη στην Παλαιστίνη απ’ όπου, κατά την παράδοση, έπαιρνε νερό η Παναγία. Κοντά βρισκόταν και η κολυμβήθρα του Σιλωάμ … Dictionary of Greek